- σακεσφόρος
- (I)-ον, Α(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Αίαντος) ασπιδοφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ- τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + -φόρος* (πρβλ. τελεσ-φόρος)].————————(II)-ον, Α(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Επικράτους) αυτός που έχει γενειάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος, ὁ, «τραχύ ύφασμα από τρίχες» + -φόρος*. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση τού σακεσφόρος (Ι)*].
Dictionary of Greek. 2013.