σακεσφόρος

σακεσφόρος
(I)
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Αίαντος) ασπιδοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ- τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + -φόρος* (πρβλ. τελεσ-φόρος)].
————————
(II)
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Επικράτους) αυτός που έχει γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος, , «τραχύ ύφασμα από τρίχες» + -φόρος*. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση τού σακεσφόρος (Ι)*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σακεσφόρος — shieldbearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρον — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem acc sg σακεσφόρος shieldbearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρε — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόροι — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρου — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρους — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακεσφόρῳ — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • σακοφόρος — ον, Α σακεσφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”